τοξικολογικός

τοξικολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που σχετίζεται με την τοξικολογία: Τοξικολογικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοξικολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αχ. Γεωργαντά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”